κινδυνάρης

κινδυνάρης
κινδυνάρης, ὁ (Μ)
ο ριψοκίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδυνος + κατάλ. -άρης (πρβλ. καμηλ-άρης, περιβολ-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”